Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπουλαμάς — ο βλ. μποναμάς … Dictionary of Greek
μποναμάς — και μπουναμάς και μπουλαμάς, ο 1. πρωτοχρονιάτικο δώρο 2. (γενικά) α) κάθε δώρο β) φιλοδώρημα 3. μτφ. απρόσμενο κέρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bona mano «καλό χέρι»] … Dictionary of Greek